βδελυγμία

βδελυγμία
η , βδελυγμός ο отвращение, омерзение;

με βδελυγμία — с омерзением


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βδελυγμία" в других словарях:

  • βδελυγμία — βδελυγμίᾱ , βδελυγμία nausea fem nom/voc/acc dual βδελυγμίᾱ , βδελυγμία nausea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυγμία — η (AM βδελυγμία) [βδελύσσομαι] αηδία, αποστροφή αρχ. σίχαμα, ακαθαρσία …   Dictionary of Greek

  • βδελυγμίας — βδελυγμίᾱς , βδελυγμία nausea fem acc pl βδελυγμίᾱς , βδελυγμία nausea fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυγμίαι — βδελυγμία nausea fem nom/voc pl βδελυγμίᾱͅ , βδελυγμία nausea fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυγμίαν — βδελυγμίᾱν , βδελυγμία nausea fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυγμίαις — βδελυγμία nausea fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βδελυγμίη — βδελυγμία nausea fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • List of pangrams — This is a list of pangrams which are sentences using every letter of the alphabet at least once.= Perfect pangrams in English (26 letters) = Without proper nouns or initialisms * Cwm fjord bank glyphs vext quiz. ( Carved symbols in a mountain… …   Wikipedia

  • Панграмма — (c греч. «все буквы») или разнобуквица  текст, использующий все или почти все буквы алфавита. Панграммы используются для демонстрации шрифтов, проверки передачи текста по линиям связи, тестирования печатающих устройств и т. п.… …   Википедия

  • αναίνομαι — ἀναίνομαι (Α) 1. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι, αποκρούω, απορρίπτω με περιφρόνηση ή βδελυγμία 2. απαρνούμαι, αποκηρύσσω, δεν αναγνωρίζω 3. αποφεύγω να κάνω κάτι 4. ντρέπομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + αἴνομαι «βεβαιώνω, δέχομαι,… …   Dictionary of Greek

  • αποτροπιασμός — ο (Α ἀποτροπιασμός) νεοελλ. αποστροφή, βδελυγμία αρχ. αποτροπή δεινών με εξιλαστήριες θυσίες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»